- χρή
- (I)και χρή, ἡ, Α1. σπαν. χρεία, ανάγκη2. φρ. «χρῆ' σται» ή «χρἦσται»(ως μέλλοντας τού ρ. χρή) θα είναι αναγκαίο.[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χρή].————————(II)ΜΑ, και αιολ. τ. χρῆ Ααπρόσ. (το απρμφ. με αρθρ. ως ουσ.) τὸ χρῆνη μοίρα, το πεπρωμένοαρχ.1. είναι ανάγκη, είναι ηθική υποχρέωση, πρέπει2. (με γεν. πράγμ. και αιτ. προσ.) έχω ανάγκη, χρειάζομαι κάτι («οὐδὲ τί σε χρὴ ἀφροσύνης», Ομ. Ιλ.)3. είναι δυνατόν, είναι πιθανόν («πῶς χρὴ τοῡτο περᾱσαι», Θεόκρ.)4. (συχν. ο πρτ.) έπρεπε να γίνει αλλά δεν έγινε («ἐνθάδ' οὐ παραστατεῑ ὡς χρῆν Ὀρέστης», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαϊκός τ. ουσ., αβέβαιης ετυμολ., κατά την επικρατέστερη άποψη, ουδετέρου, αν και θα μπορούσε να αποτελεί και θηλ. σε -η. Το ουσ. χρή με σημ. «ανάγκη, υποχρέωση» συνοδευόταν αρχικά από το ρ. εἰμί και από τέτοιους συνδυασμούς (πρβλ. πρτ. χρὴ ἦν) προήλθε η χρήση τού χρή ως ρήματος και σχηματίστηκαν και ρηματ. τ., λ.χ.: απρμφ. χρῆναι < χρὴ εἶναι, πρτ. χρῆν < χρὴ ἦν. Στη συνέχεια, η ρηματ. φύση τού χρή υπερίσχυσε και επικράτησε, με αποτέλεσμα ο τ. χρή να χρησιμοποιείται ως απρόσωπο ρ., το οποίο συντάσσεται με γεν., απρμφ., αιτ. και σπανιότερα δοτ. προσώπου και το οποίο διακρίνεται σημασιολογικώς από τα ρηματ. επίθ. σε -τεον (βλ. λ. -τεος) και το απρόσωπο δεῖ (βλ. λ. δει), τα οποία εκφράζουν ανάλογες σημ. Σε ό,τι αφορά την ετυμολ. τού τ. χρή, πιθανότερη θεωρείται η άποψη ότι ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *gher- «χαίρομαι» (βλ. λ. χαίρω), χωρίς, όμως, να μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, ενώ οι συνδέσεις με τον τ. χείρων ή το αρχ. ινδ. harati «φέρνω, μεταφέρω» (πρβλ. χόρτος) δεν θεωρούνται πιθανές. Προβλήματα γεννά, εξάλλου, και ο καθορισμός τής σχέσης μεταξύ τού χρή και τού ρ. χρῶμαι, το οποίο θα μπορούσε να αποτελεί μετονοματικό παρ. τού αρχικού ουσ. χρή, η αρχαιότητα, όμως, τού παρακμ. κέχρημαι θα μάς οδηγούσε πιθ. στην υπόθεση ότι αυτός είναι ο αρχικός τ. τού ρηματ. αυτού συστήματος, από τον οποίο προήλθε ο ενεστ. χρῶμαι, ενώ ο τ. χρή είναι ανεξάρτητο ριζικό όν. Οι τ. που ανήκουν στην οικογένεια αυτή εμφανίζουν μεγάλη ποικιλία σημασιών, οι οποίες ανάγονται σε μια κύρια γενική σημ. «προστρέχω σε κάποιον, ζητώ τη βοήθεια κάποιου για δικό μου όφελος» και «χρησιμοποιώ για δικό μου όφελος». Από τη σημ. αυτή προήλθαν οι ειδικότερες σημ. «ζητώ τη βοήθεια τού θεού, ζητώ χρησμό» (πρβλ. χρῶμαι, από όπου ο ενεργ. τ. χρῶ με σημ. «δίνω χρησμό, απαντώ»), «επιθυμώ για δική μου χρήση, έχω ανάγκη, χρειάζομαι» (πρβλ. χρή, χρῄζω), «δανείζομαι για δική μου χρήση», αλλά και με ενεργ. σημ. «δανείζω» (πρβλ. χρέος, χρήννυμι), «εκτελώ, πράττω» (πρβλ. χρῆμα, χρηματίζω), «συχνάζω, συναναστρέφομαι» (πρβλ. χρήσιμος, χρῆσις), «κάνω κατάχρηση» (πρβλ. κατα-χρῶμαι, ἀπο-χρῶμαι), «είμαι αρκετός» (πρβλ. κατα-χρῶ), ενώ ορισμένοι τ. (πρβλ. χρηστός, ἀπο-χρῶμαι) χρησιμοποιήθηκαν κατ' ευφημισμόν και με τη σημ. «σκοτώνω», μέσω μιας σημ. «εκτελώ, φέρνω εις πέρας, ολοκληρώνω, ξεκαθαρίζω». Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι η σημασία «ζητώ χρησμό από τον θεό, δίνω χρησμό, απαντώ» απαντά κυρίως στους τ. που έχουν σχηματιστεί από το θ. χρη-σ- (με δυσερμήνευτο -σ-) και οι οποίοι, ως επί το πλείστον, είναι νεώτεροι σε σχέση με τους υπόλοιπους τ. τής οικογένειας (πρβλ. χρησμός, χρήστης κ.λπ.)].
Dictionary of Greek. 2013.